- κρικέλα
- η1. μεγάλος κρίκος, δακτύλιος.2. φρ., «είναι για την κρικέλα» σημαίνει πως είναι τρελός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρίκος — ο 1. μεταλλικός δακτύλιος, χαλκάς, κρικέλα. 2. δεσμός: Τα παιδιά τους είναι ο συνδετικός κρίκος της αγάπης τους. 3. συσκευή ανύψωσης βαρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)